- κοὐχ
- οὐχ , οὐin truthproclitic indeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοχ-ι-νορ ή κουχ-ι-νουρ — (Koh i Nor ή Kh i nr). Διαμάντι, το οποίο κοσμεί το βασιλικό στέμμα της Αγγλίας. Πιθανολογείται ότι προήλθε από τα ορυχεία της Γολκόνδης των Ινδιών και αργότερα πέρασε στην κυριότητα του αυτοκράτορα του Δελχί (1304). Αφού άλλαξε διαδοχικά… … Dictionary of Greek
έρωτας — Έλξη ενός προσώπου προς το άλλο. Ενώ οι περισσότεροι από τους φιλόσοφους της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας έβλεπαν τον έ. κυρίως από τη φυσική του πλευρά, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, οι στωικοί, και ο Πλούταρχος είδαν τον έ. από πιο… … Dictionary of Greek